Αναδρομή Ζωής της Νένα Σ. 04 Ιανουαρίου 2022
Περπατάω μόνη μου, ξυπόλυτη πάνω σε έναν πλακόστρωτο δρόμο. Στο σώμα μου φοράω κουρέλια, είμαι βρώμικη με μακριά μαύρα ανακατεμένα μαλλιά. Στα χέρια μου έχω πολλά δακτυλίδια χρυσά. Έχω ένα άγριο χαμόγελο. Μοιάζω με τσιγγάνα, με ένα άγριο χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Περνάνε κάρα δίπλα μου. Είμαι κοντά στα 40, ωραίο σώμα, αδύνατη. Βλέπω γύρω να υπάρχουν σπίτια κολλημένα, στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, με μυτερές σκεπές και μικρές αυλές. Υπάρχει θόρυβος γύρω μου, υπάρχει κόσμος, κίνηση. Άλλοι πηγαίνουν στη δουλειά και άλλοι κουβαλάνε πράγματα. Υπάρχουν κάρα και τα πεζοδρόμια είναι στενά.
Οι άνδρες φοράνε μαύρα ρούχα σαν φράκα και ψηλά καπέλα, ενώ οι γυναίκες φορέματα φουσκωτά, μακριά, με μαλλιά πιασμένα κότσο. Ακόμη οι γυναίκες στα χέρια φοράνε γάντια δαντελωτά άσπρα και όμορφα και τσαντάκια κρέμονται από τους καρπούς τους.
Βγαίνω από την πόλη και πάω σε ένα πολύ πυκνό δάσος. Έχει ψηλά δέντρα με χοντρούς κορμούς, είναι σχεδόν αδιαπέραστο. Έχω αγωνία και περιέργεια. Νιώθω γύρω μου μυρωδιές! Φασκόμηλου, τσάι, βοτάνια. Μπαίνω στο δάσος και τώρα μου μοιάζει ήσυχο, ενώ στην αρχή με τρόμαζε. Μοιάζει ήσυχο, τα δέντρα τακτοποιημένα, έχει μια ησυχία σαν να μην υπάρχει καθόλου ζωή. Δεν ακούω τίποτα. Είναι σούρουπο. Κάτι ψάχνω να βρω.
Ξαφνικά άλλαξα ηλικία έγινα λίγο πιο μεγάλη από 25 ετών. Κοιτάζω γύρω μου γεμάτη περιέργεια. Είμαι τώρα στο κέντρο του δάσους. Περπατάω και δεξιά μου βλέπω φως από φλόγες. Κατευθύνομαι προς τα εκεί και φτάνω σε ένα ξέφωτο όπου τα δέντρα κάνουν κύκλο. Δεν υπάρχει κανένας άλλος στο δάσος, είμαι μόνη. Στέκομαι και χαζεύω τη φωτιά. Κοιτάζω τη φωτιά. Αυτή μου μιλάει: «Δες πόσο δυνατή είμαι! Πόσο λάμπω!» Έχει μια περίεργη ησυχία γύρω. Καταλαβαίνω τη δύναμή της. Δεν τη φοβάμαι. Τη βρήκα αναμμένη. Δεν ξέρω ποιος την άναψε, δεν υπάρχει κανένας τριγύρω. Την παρατηρώ. Άλλαξαν τώρα και τα ρούχα μου. Φοράω σαν αυτά που φορούσε η Σαλώμη. Πράσινα, θαλασσί, ροζ σαν αυτά που φοράνε οι χορεύτριες. Χορεύω γύρω από τη φωτιά. Μέσα από τα δέντρα βγαίνουν χέρια και θέλουν να με τραβήξουν . Όλα μέσα στο σκοτάδι θέλουν να με τραβήξουν προς την μεριά τους. Δεν θέλουν να με αφήσουν να χορέψω. Είναι δαίμονες. Μου λένε δεν βγαίνουν στο φως γιατί θα τρομάξω. Μένουν στη σκιά και μου λένε «εσύ μας κάλεσες». Εγώ απλά ήθελα να χορέψω. Δεν ήξερα ότι ήταν κάλεσμα, δεν ήξερα ότι θα καλέσω τους δαίμονες.
Ψάχνω πώς να βγω από το δάσος. Βλέπω φως στα αριστερά μου. Ένας φωτεινός διάδρομος, τον ακολουθώ. Περπατάω συνέχεια. Φτάνω στην κορυφή ενός βουνού. Ο Όλυμπος! Μπροστά μου είναι η Θεά Αθηνά. Θεόρατη στέκεται μπροστά μου. Είναι άγαλμα. Ένα άρμα που πάνω της έχει την Θεά Αθηνά.
Μπροστά μου υπάρχει ένα τεράστιο παλάτι. Φοράω ένα λευκό διάφανο φόρεμα. Ανεβαίνω τις σκάλες. Είναι πάρα πολλές. Νιώθω τόσο μικρή σε σχέση με αυτό το μεγάλο οικοδόμημα. Έφτασα μπροστά σε μια τεράστια πόρτα. Είναι ένα άδειο παλάτι, γεμάτο αγάλματα. Μπαίνω μέσα. Οι τοίχοι είναι σκαλιστοί, το ταβάνι είναι ένας τρούλος, τα παράθυρα έχουν βιτρό τζάμια. Το παλάτι μοιάζει σαν να το έχουν εγκαταλείψει, αλλά είναι φροντισμένο και καθαρό. Στη μέση της αίθουσας υπάρχει ένα τραπέζι. Ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι. Πάνω του υπάρχουν πολλά μπουκαλάκια. Γυρίζω γύρω - γύρω από το μεγάλο τραπέζι και ψάχνω για ένα συγκεκριμένο μπουκάλι. Τα περισσότερα είναι δηλητήρια. Το βρήκα. Περιέχει ένα μπλε υγρό μέσα και γράφει πάνω στην ετικέτα «Αθανασία». Φεύγω, ετοιμάζομαι να φύγω. Νιώθω πως θέλω να δώσω αυτό το μπουκαλάκι κάπου. Δεν είναι για εμένα. Βλέπω τώρα από ψηλά όλον τον κόσμο, την πόλη, το δάσος, την είσοδο του δάσους. Πρέπει να πάω κάπου αυτό το μπουκαλάκι. Κατεβαίνω αργά για να μην το σπάσω.
Το χρειάζεται ένα μικρό παιδί, αλλά δεν ξέρω ποιο είναι αυτό το παιδί. Μπαίνω στο δάσος και καθώς μπαίνω αλλάζω πάλι μορφή και γίνομαι σαν τσιγγάνα, φτωχή και ντυμένη με βρώμικα ρούχα. Κατευθύνομαι προς τη φωτιά. Είμαι αυτή που μοιάζει με τσιγγάνα και ταυτόχρονα δίπλα μου περπατάει η νεαρή γυναίκα. Κάνω νόημα στον νεότερο εαυτό μου να με ακολουθήσει. Οι δαίμονες μας αφήνουν ελεύθερες. Βιάζομαι να πάω κάπου το μπουκαλάκι. Πηγαίνω προς την πόλη και μαζί μου ο 25 ετών εαυτός μου. Βγαίνουμε σε ένα ξέφωτο. Ο νεότερος εαυτός μου σταματάει και κόβει λουλούδια. Είναι τόσο όμορφα εδώ που πολλές φορές την τραβάω για να με ακολουθήσει. Φτάνουμε μπροστά σε ένα καλυβάκι. Μπαίνουμε μέσα και εσωτερικά είναι τακτοποιημένο. Είναι ένα μικρό σπιτάκι και έχει ένα στενό παράθυρο. Βλέπω μια ξύλινη κούνια και μέσα σε αυτή υπάρχει ένα μωρό. Δεν υπάρχει κανένας άλλος στο σπίτι, μόνο εμείς και το μωρό. Το παίρνω αγκαλιά. Είναι παχουλό, ξανθό και πολύ όμορφο. Νιώθω πως πρέπει να του δώσω το υγρό. Όταν του το δίνω μεταμορφώνεται σε ένα τεράστιο πουλί. Σαν ένα μεγάλο αρπακτικό, μεγαλώνει και πετάει πολύ ψηλά. Κατευθύνεται προς τον ήλιο. Κάποια στιγμή χάθηκε. Η κοπέλα δίπλα μου συγχωνεύτηκε μαζί μου.
Είμαι μέσα σε ένα όμορφο σπίτι. Φοράω πλούσια ρούχα και έχω τρία μικρά κοριτσάκια. Ακόμη υπάρχουν και δυο υπηρέτριες. Είμαι τώρα 40 ετών, καθαρή και χαρούμενη. Δεν υπάρχει άντρας στο σπίτι, γιατί δεν είμαι παντρεμένη. Μια ημέρα ενώ περιπλανιόμουν ελεύθερη χωρίς σκοπό, με κάλεσε ένας δικηγόρος στο γραφείο του. Μου μίλησε για μια κληρονομιά και μου μίλησε για ένα σπίτι με ασφάλεια και ζεστασιά. Τα κοριτσάκια δεν είναι δικά μου, όμως νιώθω πολύ μεγάλη αγάπη για αυτά. Είναι σαν τρίδυμα. Ανοιχτόχρωμα. Τα δυο ξανθά και το άλλο καστανό, όλα γύρω στα 6 με 7 ετών. Οι υπηρέτριες παχουλές γύρω στα 60. Με κοιτάζουν με πολλή αγάπη. Βγαίνω στο δρόμο με τις μικρές και ο κόσμος με κοιτάζει περίεργα που δεν έχω άντρα, αλλά δεν με ενδιαφέρει, εγώ περπατάω καμαρωτά. Οι μικρές δίπλα μου είναι πολύ χαρούμενες.
Είμαι μέσα σε ένα φαρμακείο, ετοιμάζω φάρμακα, φοράω μια άσπρη μπλούζα, με καπέλο και έχω βοηθούς. Ετοιμάζουμε φίλτρα, διάφορα φάρμακα, είμαι 20 ετών. Γύρω υπάρχουν πολλά – πολλά συρτάρια. Είναι η δουλειά των γονιών μου. Μια μεγάλη κυρία είναι πίσω από τον πάγκο. Είναι η μητέρα μου, είναι όμορφη αλλά φαίνεται κουρασμένη. Δουλεύουμε εκεί εγώ και η μαμά μου, δεν βλέπω τον πατέρα μου, δεν έχω καμία εικόνα του. Η μαμά είναι αυστηρή, ψηλή, καστανόξανθη, με πράσινο ανοιχτό φόρεμα που έχει σε σημεία και άσπρο χρώμα. Την λένε Μαριέττα. Έκανα λάθος ένα φάρμακο και ήταν η αιτία να πεθάνει ένα μωρό. Αυτό έφερε την καταστροφή. Η μητέρα πέθανε από την στεναχώρια της και έμεινα μόνη. Μετά από αυτό όλοι μου γύρισαν την πλάτη, γιατί με θεώρησαν υπεύθυνη.
Όμως θεράπευσα ένα άλλο μωρό, χάρηκα που έφερα ισορροπία. Εκείνο τα άλλο παιδί μου έφερε χαρά, που άνοιξε τα φτερά του και πέταξε, και πέταξε και η θλίψη φεύγοντας από εμένα.
Τα δαχτυλίδια που φορούσα ήταν της μαμάς μου. Ήταν τα μόνο που μου απέμεινε και τα κρατούσα για να την θυμάμαι. Λυπήθηκα τόσο πολύ όταν την έχασα.
Αναρωτιέμαι αν υπήρχαν και μετρητά στην κληρονομιά. Σκέφτομαι να ξαναφτιάξω πάλι το φαρμακείο. Ψάχνω τον δικηγόρο. Θέλω να ειδικευθώ σε φάρμακα για παιδιά. Ποιος είναι αυτός που με βοήθησε; Δεν μπορώ να τον βρω. Ούτε τον δικηγόρο μπορώ να βρω. Προσπαθώ να βρω δουλειά σε ένα φαρμακείο, αλλά με κοιτάζουν με δυσπιστία. Με στεναχωρεί αυτό πολύ, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι. Τελικά βρίσκω δουλειά. Ο ιδιοκτήτης είναι ελεύθερος και το μαγαζί του πουλάει αλλαντικά, σαλάμια και τυριά. Του αρέσω, αλλά εμένα δεν μου αρέσει. Όμως με ενδιαφέρει γιατί έχει χρήματα και μπορεί να με βοηθήσει να εκπληρώσω το όνειρό μου. Τελικά παντρεύτηκα μαζί του. Είναι συμπαθητικός, αλλά δεν είμαι ερωτευμένη μαζί του. Μοιάζει με έναν φίλο μου στο σχολείο, ναι μοιάζει με τον Χ. Έχω πλέον μια αδιάφορη και βαρετή ζωή και δεν έκανα άλλα παιδιά. Προσπαθώ να φτιάξω το φαρμακείο. Ο σύζυγός μου με βοηθάει και με στηρίζει. Τον σέβομαι. Θέλω να φτιάξω το φαρμακείο όπως παλιά, όπως τότε που ζούσε η μαμά μου. Άσπρα πλακάκια στο πάτωμα, πολλά συρτάρια όμορφα ξύλινα, με πορσελάνινα πόμολα. Έχω πάρει τώρα τη θέση της μαμάς μου. Έχω άλλους που ασχολούνται με τα φάρμακα. Τα κορίτσια μου μεγαλώνουν και δένομαι όλο και περισσότερο μαζί τους. Τα θεωρώ σαν δικά μου παιδιά. Ο γάμος μου τυπικός τίποτα περισσότερο, αλλά είμαστε ευχαριστημένοι και οι δυο. (Στην θεραπεία μετά βγήκε πως τον αγάπησε πολύ, πώς ήταν τα πάντα γι’ αυτή, έστω και αν ποτέ δεν του το είπε). Όταν έχω δυσκολίες η μαμά μου έρχεται στον ύπνο μου και με καθησυχάζει.
Είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι και είμαι άρρωστη. Ο άντρας μου έχει ήδη πεθάνει, γιατί ήταν πιο μεγάλος σε ηλικία από εμένα. Οι κόρες μου μεγάλωσαν, βλέπω τα μικρά τους να τρέχουν γύρω μου. Είναι και οι τρείς μαζί και μιλάνε με κάποιον, που είναι ο γιατρός. Μιλάνε σιγά και τους λέει κάτι δυσάρεστο για εμένα. Νιώθω γεμάτη, ευχαριστημένη γιατί έζησα όλα τα στάδια και την ανέχεια και την οικονομική άνεση. Δεν μετανιώνω για κάτι, πέρασα τόσο καλά. Νιώθω μια ησυχία και γαλήνη. Προχωράω. Νιώθω πολύ ελαφριά, φεύγω. Πάω πολύ ψηλά. Είναι όλα τόσο όμορφα εδώ. Έχω φύγει με όλα τα κομμάτια της ψυχής μου.
«Τα πάντα είναι δυνατά!»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου